- ἐπίρρυσις
- ἐπίρρῠσις, εως, ἡ,A = ἐπιρροή, Hp.Loc.Hom.21;
αἵματος Arist.PA 653a13
.II. perh. [full] ἐπίρρῡσις ([etym.] ῥύομαι) means of saving, Id.GA 745a28.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αἵματος Arist.PA 653a13
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐπίρρυσις — means of saving fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίρρυσις — (I) ἐπίρρυσις, ἡ (Α) [επιρρέω] ροή («ἐάν ἀποτρέψῃς τὴν ἐπίρρυσιν», Ιπποκρ.). (II) ἐπίρρυσις, ἡ (Α) [επιρρύομαι] διαφύλαξη, διάσωση («κατετρίβοντο, μή γινομένης τινὸς ἐπιρρύσεως», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
ἐπιρρύσεις — ἐπίρρυσις means of saving fem nom/voc pl (attic epic) ἐπίρρυσις means of saving fem nom/acc pl (attic) ἐπιρρύζω set aor subj act 2nd sg (epic) ἐπιρρύζω set fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιρρύσεσιν — ἐπίρρυσις means of saving fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιρρύσιες — ἐπίρρυσις means of saving fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίρρυσιν — ἐπίρρυσις means of saving fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιρρύσεως — ἐπιρρύσεω̆ς , ἐπίρρυσις means of saving fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)